Το μαγγάνιο αποτελεί ένα από τα ιχνοστοιχεία που βρίσκονται σε μικρές ποσότητες στους ζωικούς ιστούς. Ένας υγιής ενήλικας γύρω στα 70kg περιέχει περίπου 10-20mg μαγγανίου. Το μαγγάνιο που βρίσκεται στο ανθρώπινο σώμα περιέχεται κυρίως σε ιστούς που έχουν πολλά μιτοχόνδρια. Είναι συστατικό πολλών ενζύμων και επομένως συμμετέχει σε πολλές μεταβολικές αντιδράσεις.
Συγκεκριμένα συμμετέχει στις εξής λειτουργίες : στην ανάπτυξη και διατήρηση της υγείας των οστών, στη σύνθεση των μυκοπολυσακχαριτών που περιβάλλουν και προστατεύουν τα κύτταρα και λιπαίνουν τις αρθρώσεις, στην ανάπτυξη και λειτουργία των νεύρων, στη σύνθεση των ορμονών ανάπτυξης του φύλου, στη διέγερση του σχηματισμού του γλυκογόνου στο ήπαρ, στην ενεργοποίηση των φυσικών φονικών κυττάρων. Το μαγγάνιο αποτελεί επίσης συστατικό ενός αντιοξειδωτικού ενζύμου, της υπεροξειδικής δισμουτάσης (S.O.D).
Πηγές. Η περιεκτικότητα των τροφών σε μαγγάνιο ποικίλλει. Οι πλουσιότερες πηγές σε αυτό το ιχνοστοιχείο είναι τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί. Το τσάι επίσης περιέχει μεγάλη ποσότητα μαγγανίου, αλλά δεν απορροφώνται σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, τα φρούτα και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά περιέχουν μαγγάνιο. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα θαλασσινά αποτελούν φτωχές πηγές μαγγανίου.
Ημερήσια πρόσληψη. Η ημερήσια δόση του μαγγανίου κυμαίνεται από 2,5 έως 5 mg.
Απορρόφηση. Το μαγγάνιο απορροφάται κατά μήκος του λεπτού εντέρου. Η απορρόφησή του ποικίλλει και εξαρτάται από την παρουσία και άλλων στοιχείων, όπως του σιδήρου. Συγκεκριμένα ο σίδηρος μειώνει την απορρόφηση μαγγανίου. Το μαγγάνιο βρίσκεται στους περισσότερους ιστούς και όργανα, ενώ φαίνεται να περιέχεται σε λίγο μεγαλύτερες ποσότητες στα οστά, το ήπαρ, το πάγκρεας και τους νεφρούς.
Αλληλεπιδράσεις. Το μαγγάνιο αλληλεπιδρά με το σίδηρο. Συγκεκριμένα σε ασθενείς με σιδηροπενική αναιμία έχουν παρατηρηθεί υψηλά επίπεδα μαγγανίου. Ο ανταγωνισμός σιδήρου-μαγγανίου εντοπίζεται σε επίπεδο απορρόφησης και συγκεκριμένα το μαγγάνιο ανταγωνίζεται με το σίδηρο και το κοβάλτιο για τις θέσεις σύνδεσης σε ιόντα μεταφοράς. Για αυτό το λόγο και η απορρόφηση του μαγγανίου από τροφές με χαμηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο είναι υψηλή, ενώ τροφές πλούσιες σε σίδηρο έχουν χαμηλή βιοδιαθεσιμότητα σε μαγγάνιο. Επίσης σε κάποιο βαθμό και το ασβέστιο αλλά και ο ψευδάργυρος φαίνεται να επηρεάζουν τη βιοδιαθεσιμότητα του μαγγανίου, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες.
Ανεπάρκεια. Η ανεπάρκεια σε μαγγάνιο οδηγεί σε απώλεια σωματικού βάρους, αλλαγές στο χρώμα των μαλλιών, μειωμένη ανάπτυξη μαλλιών, δερματίτιδα. Επίσης η ανεπάρκεια σε μαγγάνιο επηρεάζει την αναπαραγωγική ικανότητα, την παγκρεατική λειτουργία και το μεταβολισμό των υδατανθράκων.
Τοξικότητα. Δεν έχουν αναφερθεί συμπτώματα τοξικότητας σε ανθρώπους που έχουν προσλάβει εώς και 9mg μαγγανίου την ημέρα. Μεταλλωρύχοι που έχουν εισπνεύσει αέρια με υψηλή συγκέντρωση μαγγανίου εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά του Πάρκινσον.
Θεραπευτικές χρήσεις. Η χρήση του μαγγανίου ως θεραπεία δεν συνηθίζεται, καθώς δεν έχει αναγνωριστεί ότι η έλλειψη αυτού του μετάλλου μπορεί να επέλθει υπό φυσιολογικές συνθήκες. Παρόλα αυτά, μπορεί να ωφελήσει άτομα με προβλήματα στις αρθρώσεις και τα οστά καταστέλλοντας τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Το μαγγάνιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ασθένειες στις οποίες απαιτείται η διέγερση των φυσικών φονικών κυττάρων και παρόμοιες ανοσολογικές αντιδράσεις. Το μαγγάνιο δρα μέσω ενός μηχανισμού που εξαρτάται από τη σύνδεση των λευκών αιμοσφαιρίων με τα αντιγόνα.