Η πρωτεΐνη έχει πρωταρχική σημασία για οποιονδήποτε ζωντανό οργανισμό γιατί αποτελεί το δομικό υλικό με το οποίο κτίζονται κι «επισκευάζονται» όλα τα κύτταρα. Χωρίς τις πρωτεΐνες η επιβίωση και η ανάπτυξη είναι αδιανόητη, όπως «αδιανόητη» είναι και η μυϊκή συστολή. Οι πρωτεΐνες με τη μορφή της ακτίνης και της μυοσίνης αποτελούν το βασικό συστατικό των μυών και προκαλούν τη σύσπαση των μυϊκών ινών, όπως και το βασικό στοιχείο για τη σύνθεση των νουκλεϊκών οξέων (DNA) που είναι οι φορείς της κληρονομικότητας.
ΔΟΜΗ – ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Χημικά οι πρωτεΐνες διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πρωτεϊνικά παράγωγα. Ανάλογα με τη σύνθεση και την περιεκτικότητά τους ή όχι στα βασικά αμινοξέα, διακρίνονται σε πλήρεις, ημιπλήρεις κι ατελείς. Μέσα στο στομάχι οι πρωτεΐνες υδρολύονται με την επίδραση πρωτεολυτικών ενζύμων αρχικά σε πολυπεπτίδια κι από τα πολυπεπτίδια σε αμινοξέα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, που χρειάζεται τεράστια ποσά ενεργείας, ένα μεγάλο μέρος των αμινοξέων καταστρέφεται.
Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ
Η πρωτεΐνη περιέχει άζωτο. Οι ενώσεις του αζώτου λέγονται αμίνες και βρίσκονται στις πρωτεΐνες με τη μορφή αμινοξέων. Οι πρωτεΐνες με τη βοήθεια ορισμένων ενζύμων και οξέων διασπώνται σε μικρότερες μονάδες μέσα στο στομάχι μας, στα αμινοξέα. Χημικά μία ένωση θεωρείται αμινοξύ όταν περιέχει στο μόριο της τουλάχιστον μία αμινομάδα κι ένα καρβοξύλιο. Τα αμινοξέα που έχουν ανακαλυφτεί μέχρι τώρα είναι εικοσιεπτά από τα οποία τα δεκαεννιά το σώμα μας έχει την ικανότητα να τα παράγει μόνο του, φτιάχνοντάς τα από διάφορους συνδυασμούς, ενώ τα άλλα οχτώ πρέπει οπωσδήποτε να τα παίρνουμε σε καθημερινή βάση από τις τροφές μας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να παίρνουμε από τις τροφές μας και τα υπόλοιπα αμινοξέα.
Τα οχτώ αυτά αμινοξέα τα οποία δεν μπορεί να συνθέσει ο οργανισμός μας και πρέπει να τα παίρνουμε καθημερινά από τις τροφές μας ονομάζονται βασικά αμινοξέα. Αντίθετα με τον άνθρωπο τα φυτά μπορούν να συνθέσουν όλα τα αμινοξέα που τους χρειάζονται. Βασικά αμινοξέα είναι η θρεονίνη, η αργινίνη, η λυσίνη, η μεθιονίνη, η βαλίνη, η λευκίνη, φαινυλαλανίνη, η τρυπτοφάνη, η ισολευκίνη και η ιστιδίνη. Μη βασικά είναι η γλυσίνη, η αλανίνη, η σερίνη, η κυστεϊνη, η καζεϊνη, η γλουταμίνη, το γλουταμινικό οξύ, η τυροσίνη, η προλίνη, η κιτρουλίνη, η ορνιθίνη και το ασπαρτικό οξύ.
Η διάκριση σε “βασικά” (απαραίτητα) και “μη βασικά” αμινοξέα βρίσκεται μόνον στην θεωρία: Όλα τα αμινοξέα είναι “απαραίτητα” και σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει να θεωρήσουμε τα μεν χρήσιμα και τα δε άχρηστα .
Εκτός από αυτά τα αμινοξέα υπάρχουν μερικές δεκάδες ακόμα που είτε μελετώνται είτε θεωρούνται απολύτως δευτερεύοντα ή χαρακτηρίζονται ως “ψευδοαμινοξέα” δηλ. ουσίες που η χημική τους σύνθεση μοιάζει με αυτήν των αμινοξέων χωρίς όμως να είναι απολύτως όμοια (π.χ ταυρίνη).
ΠΛΗΡΕΙΣ ΚΙ ΑΤΕΛΕΙΣ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Οι πρωτεΐνες που περιέχουν όλα τα αμινοξέα ονομάζονται πλήρεις κι αυτές που δεν περιέχουν όλα ή κάποια από τα οχτώ βασικά αμινοξέα ονομάζονται ατελείς πρωτεΐνες. Οι ατελείς πρωτεΐνες διακρίνονται σε μερικώς ατελείς (ημιτελείς) και πλήρως ατελείς ή απλώς ατελείς. Πλήρεις πρωτείνες περιέχουν όλες οι ζωικές τροφές και μερικές φυτικές (σόγια, δημητριακά). Μεγαλύτερης βιολογικής αξίας θεωρούνται τα ασπράδια των αβγών, το ψάρι, το κρέας και τα γαλακτομικά προϊόντα.Σημείωση : Είναι αναγκαίο να θυμόμαστε όμως ότι όλες οι μη πλήρεις, σε αμινοξέα, τροφές μπορούν να γίνουν πλήρεις εάν συνδυαστούν με άλλες. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό τότε θα βγάλουμε το λανθασμένο συμπέρασμα ότι πρέπει να τρώμε καθημερινά κρέας.
ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΧΕΣ ΤΡΟΦΕΣ ΚΙ ΑΜΙΝΟΞΕΑ
Υπάρχουν πρωτεϊνούχες τροφές που περιέχουν σχεδόν τα ίδια αμινοξέα με κάποιες άλλες (π.χ γάλα, τυρί και γιαούρτι) αλλά καμιά πρωτεϊνούχα τροφή δεν έχει ίδια αμινοξεϊκή σύνθεση (συνδυασμούς αμινοξέων) με οποιαδήποτε άλλη. Ανάλογα με την τροφή τα ίδια ακριβώς αμινοξέα σχηματίζουν διαφορετικές αλυσίδες και συνθέσεις. Για να γίνει κατανοητό αυτό μπορούμε να παρομοιάσουμε τα αμινοξέα με τα γράμματα της αλφαβήτου και τις πρωτεΐνες με τις λέξεις. Για κάθε “λέξη” χρησιμοποιούνται διαφορετικοί συνδυασμοί “γραμμάτων” κι έχουμε χιλιάδες λέξεις που μπορούν να δημιουργηθούν απ’ αυτόν ή τον άλλο συνδυασμό . Οποιοδήποτε πρόβλημα στην πλήρη τροφοδότηση του οργανισμού με αμινοξέα θα έχει ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή (τόσο σε ποσότητα όσο και ποιότητα) κατασκευή ενζύμων κι αμινοξέων από το σώμα. Ο οργανισμός χρειάζεται αμινοξέα για να κατασκευάσει αμινοξέα, δηλαδή ουσιαστικά τις μυϊκές πρωτεΐνες, ορμόνες, ένζυμα κι ουσίες με πρωτεϊνική δομή. Χωρίς την λήψη αμινοξέων από τις τροφές, ο οργανισμός θα αρχίσει να διασπά μυϊκές πρωτεΐνες για να σχηματίσει τα αμινοξέα που του χρειάζονται για τις πιο ζωτικές από τις λειτουργίες του (ένζυμα, ορμόνες, αντισώματα).
ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΧΩΝ ΤΡΟΦΩΝ
Βασικό διατροφικό χαρακτηριστικό που πρέπει να προσέχουμε σε κάθε πρωτεϊνούχα τροφής, εκτός από το λίπος, την προέλευση, την ποσοστιαία ποσότητα σε πρωτεΐνη, την χοληστερίνη και την πουρίνη που περιέχει, είναι η βιολογική της αξία δηλαδή το πόσο περίπου από την πρωτεΐνη που περιέχει η συγκεκριμένη τροφή είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. Ο ορός γάλακτος είναι θεωρητικά 100% αξιοποιήσιμος, το αβγό και το γάλα είναι αξιοποιήσιμα κατά 90% περίπου, το κρέας και το ψάρι γύρω στο 70% και η σόγια, τα όσπρια και τα άλλα φυτικά τρόφιμα κάτω από 60%. Οι τιμές αυτές είναι ενδεικτικές κι όχι απόλυτες, αποτελούν “μέσους όρους”, και είναι αμφισβητήσιμες από ερευνητές που χρησιμοποιούν άλλες μεθόδους μέτρησης της βιολογικής αξίας τροφών. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι εκτός από την βιολογική αξία κάποιας μεμονωμένης πρωτεϊνούχα τροφής υπάρχει και η βιολογική αξία του γεύματος που είναι ουσιαστικά αυτό που μας ενδιαφέρει στην διατροφή. Αναμιγμένες πρωτεΐνες από διάφορες τροφές μπορούν να μειώσουν ή να αυξήσουν τη βιολογική αξία του γεύματος.
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Η καθημερινή αναγκαία ποσότητα πρωτεϊνών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από την ηλικία (τα παιδιά κι οι έφηβοι στην ανάπτυξη χρειάζονται αναλογικά περισσότερες), το βάρος, τις σωματικές δραστηριότητες (εργασία, άσκηση, κ.λπ) και την φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού (π.χ άτομα στην ανάρρωση από ασθένεια χρειάζονται περισσότερες πρωτεΐνες αλλά άτομα που πάσχουν από τα νεφρά ή το συκώτι τους πρέπει να παίρνουν λιγότερες). Οι έρευνες δείχνουν ότι ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται από 1 – 1,5 γραμμάρια πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους, ενώ ο σκληρά προπονούμενος αθλητής χρειάζεται 2 – 3 γραμμάρια πρωτείνης για κάθε κιλό βάρους ή μέχρι και 4 γραμμάρια πρωτεΐνης ανά κιλό μυϊκού βάρους (αρσιβαρίστες, ρίπτες και γενικά αθλητές που ασχολούνται με αθλήματα δύναμης και ισχύος ). Η Αμερικανική διαιτολογική εταιρεία (Α.Μ.Α.) προτείνει για το μέσο άνθρωπο που δεν ασκείται και κάνει ελαφριά εργασία (οικοκυρικά, υπάλληλος γραφείου) μίας ποσότητα πρωτεΐνης που δεν ξεπερνά τα 0,75 – 1 γραμ. ανά κιλό σωματικού βάρους (AMA, 1993 ). Η ποσότητα αυτή θεωρείται, από τους περισσότερους διαιτολόγους, ανεπαρκής για τον ενήλικα αθλητή. Η ποσότητα αυτή της πρωτεΐνης είναι απαραίτητη για τη συντήρηση του οργανισμού, την ανάπτυξη και την αποκατάσταση της φθοράς κυττάρων και ιστών και, πιθανώς, για ενεργειακούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα οι πρωτεΐνες (με τη μορφή των αμινοξέων), χρησιμοποιούνται σπάνια, στον κοινό άνθρωπο που δεν ασκείται, για ενεργειακούς σκοπούς εφόσον το σώμα έχει πληρότητα γλυκογόνου και λιπών. Όμως στους αθλητές σε προσπάθειες υψηλής έντασης, όπου εκκρίνεται αρκετά μεγάλη ποσότητα γαλακτικού οξέος με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της έκλυση και χρήσης ελεύθερων λιπαρών οξέων, ή στις περιπτώσεις απισχνασμένων ατόμων ή σε νηστεία, τα αμινοξέα (προερχόμενα από τις τροφές ή από διάσπαση μυϊκού ιστού), μπορεί να χρειαστεί να καλύψουν μέχρι και το 10-15% των απαιτούμενων ενεργειακών αναγκών μέσω της ειδικής χημικής διαδικασίας που ονομάζεται νεογλυκογένεση (σχηματισμός γλυκογόνου από γλυκογενετικά αμινοξέα στο συκώτι).
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΥΠΕΡΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ
Έχει διαπιστωθεί ότι όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό της ημερήσιας πρόσληψης των ζωικών πρωτεϊνών, σε σχέση με το σωματικό βάρος, τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό των δευτερευόντων προβλημάτων που προκύπτουν από τις επιπλέον ουσίες, και από ένα σημείο κι έπειτα ανεπιθύμητων, που περιέχουν οι ζωικές τροφές (πουρίνη, χοληστερίνη, λίπος). Πουρίνη, χοληστερίνη και λίπος περιέχουν σχεδόν όλες οι τροφές που περιέχουν και πρωτεΐνες, είτε είναι φυτικές είτε είναι ζωικές, αλλά οι ζωικές τροφές περιέχουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ενώ ορισμένες φυτικές τροφές περιέχουν απλώς “ίχνη”. Τροφές πλούσιες σε πουρίνη αυξάνουν την ποσότητα του ουρικού οξέος ως τελικού προϊόντος του μεταβολισμού των πρωτεϊνών κι ευνοούν το σχηματισμό πέτρας στα νεφρά κι αλάτων στις αρθρώσεις, ενώ τροφές πλούσιες σε ζωικά λίπη και χοληστερίνη αυξάνουν τη θερμιδική πρόσληψη και προκαλούν αυξημένους κίνδυνους καρδιαγγειακών προβλημάτων. Για αυτό είναι αναγκαίο να προσέχουμε και την περιεκτικότητά κάθε τροφής σε πουρίνη, λίπος και χοληστερίνη.
Μεγαλύτερη κατανάλωση πρωτεϊνών από ό,τι πραγματικά χρειάζεται ο οργανισμός, οδηγεί σε αυξημένη αποβολή ασβεστίου από τα ούρα και προβλήματα στα οστά στα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα (πιθανολογείται ότι η αυξημένη κατανάλωση πρωτεϊνών είναι ευνοϊκός παράγοντας για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης). Ένα μέρος των επιπλέον πρωτεϊνών από αυτές που χρειάζεται ή το μέρος εκείνο που ο οργανισμός δεν μπορεί να αξιοποιήσει, για διάφορους λόγους, μετατρέπεται σε λίπος και καταλήγει στις λιποαποθήκες. Μεγάλη πρόσληψη πρωτεϊνών αλλάζει το ρυθμό του μεταβολισμού, προκαλώντας περισσότερη δουλειά σε συκώτι και νεφρά, χάσιμο ασβεστίου, νερού, βιταμινών και πρόωρη κόπωση. Η αύξηση των επιπέδων της αμμωνίας, της ουρίας και του ουρικού οξέος αυξάνει την “τοξικότητα” με αποτέλεσμα την μείωση του αζώτου, το φούσκωμα της κοιλιάς και των εντέρων και την ανισορροπία αμινοξέων.
Το κρέας αποτελεί μία βασική πρωτεϊνούχα τροφή αλλά, με τις σημερινές συνθήκες σίτισης και σφαγής των ζώων, είναι δυνητικά πολύ επικίνδυνη. Πολλά από τα κρέατα που τρώμε περιέχουν οιστρογόνα, αντιβιοτικά, ψυχοφάρμακα, σουλαφανιμίδια, ένζυμα, ραδιενεργά κατάλοιπα, αντιοξειδωτικά, βελτιωτικά και ζάχαρη. Επιπλέον όλες οι ζωικές τροφές έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε χοληστερίνη και κορεσμένα λίπη και το μοσχαρίσιο κρέας βρίσκεται σε “αμφισβήτηση” μετά τον θόρυβο που ξέσπασε για την νόσο των “τρελών αγελάδων”. Άτομα που έχουν αλλεργία στην γλουτένη (την βασική πρωτεΐνη των δημητριακών) θα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση πρωτεϊνούχων τροφών που βασίζονται ή παράγονται ή περιέχουν στάρι, κριθάρι, σίκαλη ή βρώμη.
ΣΧΕΣΗ ΝΕΡΟΥ – ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ
Όταν τρώμε πολλές πρωτεΐνες είναι αναγκαίο να αυξήσουμε τις ποσότητες νερού που παίρνουμε ώστε να μειώσουμε τις δυσμενείς επιδράσεις των πρωτεϊνών στα νεφρά. Επιπλέον πρέπει να προσθέσουμε στη διατροφή μας περισσότερες τροφές που περιέχουν ασβέστιο και βιταμίνες Β και C, δηλαδή ουσιαστικά περισσότερο γιαούρτι, λαχανικά και φρούτα.
ΥΠΕΡΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ ΚΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Καμιά έρευνα, μέχρι σήμερα, δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η υπερβολικά αυξημένη ποσότητα πρωτεϊνών βελτιώνει τη σωματική δομή ή την απόδοση . Η αυξημένη ποσότητα πρωτείνης μπορεί όμως να αποτελέσει έναν “ευνοϊκό παράγοντα” για την αύξηση της δύναμης και της μυϊκής μάζας κι εμμέσως της απόδοσης κι απαιτεί βασική προϋπόθεση για το “κτίσιμο του σώματος” εφ’ όσον συνδυαστεί με την κατάλληλη άσκηση και σωστές διατροφικές συνήθειες. Σε καμιά περίπτωση (εκτός από αυτής της ταυτόχρονης λήψης αναβολικών) η επιπλέον από το κανονικό λήψη πρωτεϊνών δεν μπορεί να αποτελέσει άμεσο παράγοντα αύξησης της απόδοσης αλλά, αντίθετα, μπορεί να είναι αίτιο μείωσης της απόδοσης, οργανικών προβλημάτων ή συσσώρευσης λίπους σε περίπτωση κατάχρησης.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΛΗΨΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ ΚΑΙ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΩΝ
Η λήψη αρκετών υδατανθράκων συμβάλλει στην πιο πλήρη αξιοποίηση των πρωτεϊνών. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η λήψη υδατανθράκων είναι χαμηλή, ένα μεγάλο μέρος των πρωτεϊνών θα χρησιμοποιηθεί για “ενεργειακούς” σκοπούς ή θα αποθηκευτεί στο σώμα με τη μορφή λίπους. Κατά κανόνα οι υπερβολικές ποσότητες πρωτεΐνης μετατρέπονται σε αμμωνία κι οργανικά οξέα που αποβάλλονται με τα ούρα. Επειδή για κάθε ένα γραμμάριο αποβαλλόμενου αζώτου αποβάλλονται και περίπου 50 γραμμάρια νερό, συνεπάγεται ότι η αυξημένη διούρηση μπορεί να προκαλέσει αφυδάτωση, χάσιμο πολύτιμων υδατοδιαλυτών βιταμινών και ηλεκτρολυτών κι αύξηση των κινδύνων από ενδεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας (για αυτό και το καλοκαίρι συστήνεται η μείωση της κατανάλωσης κρέατος και γενικά πρωτεϊνών).
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ
Ο οργανισμός μπορεί να συνθέσει λίπος από υδατάνθρακες και πρωτεΐνες αλλά δεν μπορεί να συνθέσει οργανικές πρωτεΐνες παρά μόνον από πρωτεΐνες (αμινοξέα) που παρέχονται από την διατροφή. Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να αξιοποιήσει μέχρι 30-35 γραμμάρια πρωτεΐνης κάθε 3-4 ώρες. Aυτό σημαίνει ότι η καλύτερη αξιοποίηση μπορεί να γίνει με μικρά συχνά γεύματα που αποτελούνται από διαφορετικές πρωτεϊνούχες τροφές. Καμιά πρωτεϊνούχα τροφή δεν περιέχει την ίδια σύνδεση αμινοξέων με κάποια άλλη. Μια ποικιλία στην επιλογή των τροφών, μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι οι μονοδιάστατη επιλογή μίας ή δύο τροφών που περιέχουν πρωτεΐνες. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι στο διαιτολόγιό μας θα πρέπει να περιλαμβάνονται ασπράδια αβγού, διάφορα είδη κρεάτων, αλλά σε μικρές ποσότητες, πουλερικά, ψάρια, γαλακτομικά προϊόντα, όσπρια, δημητριακά κ.λπ. Η παροχή διαφορετικών τροφών σε κάθε γεύμα αλλά κι η ανάμιξη διαφορετικών πρωτεϊνούχων τροφών στο ίδιο γεύμα (φυτικές και ζωικές π.χ φασόλια με γιαούρτι) θεωρούνται ευεργετικές για την καλύτερη αξιοποίησή τους από τον οργανισμό. Στην πράξη, το να τρώμε το ίδιο γεύμα μεσημέρι και βράδυ δεν είναι ότι το καλύτερο για τον οργανισμό μας ! Τα μικρά και συχνά γεύματα έχουν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: Επειδή τα περισσότερα βασικά αμινοξέα από τις τροφές διατηρούνται σε ελεύθερη μορφή για 4-6 ώρες, έπεται ότι ακόμα κι αν σε κάποιο επόμενο γεύμα δεν φάμε τροφές με πλήρεις πρωτεΐνες, αυτό δεν θα επηρεάσει ούτε την θρεπτικότητά τους ούτε τις βιοχημικές διεργασίες του οργανισμού γιατί ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να καταφύγει στα ελεύθερα αμινοξέα που προέρχονται από το προηγούμενο γεύμα και να συνθέσει πλήρεις πρωτεΐνες. Αυτή όμως η συμπληρωματική αξία των αμινοξέων μπορεί να αξιοποιηθεί μόνον όταν δεν υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των γευμάτων. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ειδικά στο πρώτο γεύμα της ημέρας (πρωινό) θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μία μορφή πλήρους πρωτεΐνης (γάλα, τυρί, γιαούρτι, κ.λπ). Επιπλέον η κατανάλωση μικρής ποσότητας γιαουρτιού μετά από κάθε βασικό γεύμα μπορεί να συντελέσει στην καλύτερη αξιοποίηση των πρωτεϊνών κι ειδικά των φυτικών πρωτεϊνών που δεν περιέχουν όλα τα βασικά αμινοξέα.
ΕΙΔΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ – ΣΥΣΤΑΣΗ
Επειδή οι πρωτεϊνούχες τροφές περιέχουν και μεγάλα ποσά λίπους αλλά κι επειδή ο οργανισμός δεν μπορεί να μεταβολίσει πάνω από 30 γραμμάρια πρωτεΐνης κάθε 2,5-3 ώρες, προτείνεται η αποφυγή των πολλών ζωικών τροφών, η απομάκρυνση των ορατών λιπών, η αντικατάσταση μέρους του κρέατος με ψάρι, η αποφυγή κατανάλωσης κρέατος που προέρχεται από τα εσωτερικά όργανα ή το κεφάλι του, η προσθήκη περισσοτέρων φυτικών τροφών, η επιλογή πρωτεϊνών από τροφές που περιέχουν λιγότερο λίπος και τα μικρά και συχνά γεύματα για την καλύτερη χώνευση κι αφομοίωσή τους.