Ο σίδηρος είναι απαραίτητο μεταλλικό ιχνοστοιχείο. Ο σίδηρος της διατροφής μπορεί να είναι είτε συνδεδεμένος με την αίμη είτε ελεύθερος. Στα ζωικά τρόφιμα, περίπου το 40% του σιδήρου βρίσκεται συνδεδεμένος στην αίμη και το 60% ελεύθερος. Στα φυτικά τρόφιμα όλος ο σίδηρος είναι ελεύθερος. Ο σίδηρος είναι συστατικό της αιμοσφαιρίνης, μυοσφαιρίνης και πολλών άλλων ενζύμων με μεγάλη ποικιλία μεταβολικών λειτουργιών, όπως η μεταφορά και αποθήκευση οξυγόνου, η αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων, η σύνθεση του DNA και ο μεταβολισμός των κατεχολαμινών.
Ημερήσια δόση : Η καλύτερη λήψη του σιδήρου είναι με άδειο στομάχι, ενώ η τροφή μειώνει την πιθανότητα στομαχικών ενοχλήσεων. Τα υγρά σκευάσματα του σιδήρου πρέπει να είναι καλά αραιωμένα με νερό ή φρουτοχυμό. Σαν διαιτητικό συμπλήρωμα, 10-18 mg ημερησίως. Οι απαιτήσεις μπορεί να είναι αυξημένες και να χρειάζονται συμπληρώματα σε : α) Βρέφη και παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 4 ετών. β) Προεφηβεία. γ) Αναπαραγωγική περίοδο στις γυναίκες. δ) Κύηση. ε) Χορτοφάγους.
Οι ημερήσιες ανάγκες για τον σίδηρο κατά την εγκυμοσύνη δεν είναι μεγαλύτερες από αυτές των υπόλοιπων ενήλικων γυναικών. Οι ανάγκες κατά την κύηση αντισταθμίζονται μερικώς από την έλλειψη εμμηνόρροιας και από την εν μέρει δραστική αύξηση της απορρόφησης του σιδήρου. Η λήψη σιδηρούχων συμπληρωμάτων κατά την κύηση δεν είναι απαραίτητη, αλλά τα επίπεδα σιδήρου πρέπει να ελέγχονται.
Απορρόφηση. απορρόφηση του σιδήρου γίνεται κυρίως στο δωδεκαδάκτυλο και στο εγγύς τμήμα της νήστιδας και ποικίλει από 5 έως 15%. Ο σίδηρος της αίμης απορροφάται ευκολότερα από τον μη αιμικό σίδηρο. Η ποσότητα του σιδήρου στον οργανισμό εξαρτάται κυρίως από τις μεταβολές στην απορρόφησή του. Ο σίδηρος μεταφέρεται στο αίμα από την πρωτεΐνη τρανσφερρίνη και αποθηκεύεται στο ήπαρ, στον σπλήνα και στον μυελό των οστών σαν φερριτίνη και αιμοσιδηρίνη. Η απορρόφηση του μη αιμικού σιδήρου ενισχύεται μέσω της ταυτόχρονης απορρόφησης του σίδηρου του κρέατος, των πουλερικών και του ψαριού και μέσω διαφόρων οργανικών οξέων, ειδικότερα ασκορβικών οξέων.Αναστέλλεται από άλατα φυτικών οξέων (ευρισκόμενα σε δημητριακά ολικής αλέσεως), από ταννίνες (ευρίσκονται στο τσάι και τον καφέ), από τον κρόκο του αυγού και από ορισμένα φάρμακα και θρεπτικά στοιχεία. Ο τρισθενής σίδηρος είναι περισσότερο ευαπορρόφητος από τον δισθενή.
Αποβολή. Το ανθρώπινο σώμα εμφανίζει μειωμένη ικανότητα στην αποβολή του σιδήρου, γι’ αυτό ο σίδηρος μπορεί να αθροιστεί και να εμφανιστούν τοξικές συγκεντρώσεις. Μικρές ποσότητες απεκκρίνονται στα κόπρανα, στα ούρα, στο δέρμα, στον ιδρώτα, στις τρίχες, στα νύχια και κυρίως κατά την έμμηνο ρύση.
Ανεπάρκεια. Ανεπάρκειασε σίδηρο οδηγεί σε μικροκυτταρική, υπόχρωμη αναιμία. Τα συμτώματα περιλαμβάνουν εξουθένωση, αδυναμία, ωχρότητα, δύσπνοια σε άσκηση και αίσθημα σφυγμών. Τα μη αιματολογικά συμπτώματα περιλαμβάνουν εξασθένιση στην ικανότητα άσκησης, στη διανοητική απόδοση, στη νευρολογική και ανοσολογική λειτουργία, και στα παιδιά, διαταραχές συμπεριφοράς. Συμπτώματα από το γαστρεντερικό απαντώνται συχνά, ενώ οι όνυχες μπορεί να χάσουν την λάμψη τους, να καταστούν εύθραυστοι και πεπλατυσμένοι.
Τοξικότητα. Τα συμπληρώματα σιδήρου πρέπει να αποφεύγονται σε καταστάσεις σχετικές με υπερπλήρωση σιδήρου (π.χ. αιμοχρωμάτωση, αιμοσιδήρωση, θαλασσαιμία), σε γαστρεντερικές διαταραχές, ιδίως σε φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, σε εντερική στένωση, σε εκκολπωματίτιδα και σε πεπτικό έλκος.
Αλληλεπιδράσεις. Αντιόξινα: Μειώνεται η απορρόφηση σιδήρου. Λήψη τουλάχιστον με 2 ώρες διαφορά. Ασβέστιο: Το ανθρακικό ή φωσφορικό ασβέστιο μπορεί να μειώσει την απορρόφηση του σιδήρου. Λήψη τουλάχιστον με 2 ώρες διαφορά. Χαλκός: Υψηλές δόσεις σιδήρου μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα χαλκού και αντιστρόφως. Μαγγάνιο: Μειώνει την απορρόφηση μαγγανίου. Βιταμίνη Ε: Υψηλές δόσεις σιδήρου μπορούν να αυξήσουν τις απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε. Η βιταμίνη Ε είναι δυνατόν να ελλατώσει την αιματολογική ανταπόκριση του σιδήρου σε ασθενείς με σιδηροπενική αναιμία. Ψευδάργυρος: Μειώνει την απορρόφηση σιδήρου και αντίστροφα.